- ομοιοφανής
- -ές (ΑΜ ὁμοιοφανής, -ές) νεοελλ. ζωολ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ομοιοφάνειαμσν.-αρχ.αυτός που παρέχει όμοια οπτική εντύπωση, που φαίνεται όμοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.